βροντοβολώ

βροντοβολώ
-ησα, μπουμπουνίζω, βροντώ: Τα κανόνια βροντοβολούσαν όλη την ημέρα της εθνικής γιορτής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βροντολογώ — ησα, βροντοβολώ: Στη διάρκεια της κυνηγετικής περιόδου τα δάση βροντολογούν από τις τουφεκιές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”